κηρεσσιφορητος

κηρεσσιφορητος
    κηρεσσιφόρητος
    κηρεσσῐ-φόρητος
    2
    натравленный Керами
    

(κύνες Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κηρεσσιφορητος" в других словарях:

  • κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • κηρεσσιφορήτους — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρεσσιφόρητοι — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρεσσιφορήτους — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρεσσιφόρητοι — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»